- περδῑκικός
- περδῑκικός, vom Rebhuhn, zum Rebhuhn gehörig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περδικικός — ή, όν, Α [πέρδιξ, ικος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πέρδικα ή αυτός που χρησιμεύει στην πέρδικα («περδικικὸς οἰκίσκος», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
περδικικόν — περδικικός of masc acc sg περδικικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)